ищущий - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ищущий - translation to Αγγλικά


ищущий      
adj.
seeking
seekers after truth ‹after knowledge›      
ищущие правды
popularist         
  • Brazilian President [[Jair Bolsonaro]] with US President [[Donald Trump]]
  • Protesters from the [[Tea Party movement]], a right-wing populist formation in the [[United States]]
  • A 2012 rally by members of the left-wing populist United Socialist Party of Venezuela in [[Maracaibo]]
  • [[Ilya Repin]]'s painting, ''Arrest of a Propagandist'' (1892), which depicts the arrest of a narodnik
  • Nazi Party rally]] in [[Nuremberg]], 1936
  • p=72}}
  • pp=34–35}}
  • 170px
  • The Argentine political theorist [[Ernesto Laclau]] developed his own definition of populism. He regarded it as a positive force for emancipatory change in society.
  • [[Rodrigo Duterte]] of [[Philippines]] and [[Narendra Modi]] of [[India]]. They are both considered far-right populist leaders.
  • p=91}}
POLITICAL PHILOSOPHY
Populism and nationalism; Populism and Nationalism; Popularist; Populists; Populist leaders of Latin America in the 20th century; Populist Movement; Popularists; Popularistic; Populisms; Populistic; Prairie populism; Populisme; Social populism; Populist movement; Neo-populist; Populist; Hispandering; American populism; History of populism; Populist politics; Demotic politics; Populist wave; Media populism

['pɔpjulərist]

прилагательное

общая лексика

ищущий популярности

Ορισμός

ищущий
прил.
Из прич. по знач. глаг.: искать (3).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ищущий
1. Международный сайт, ищущий людей за границей, - www.joinfriends.com.
2. А Сергей - серьезный, работящий, ищущий музыкант.
3. Лесневский - человек энергичный, ищущий и рисковый.
4. НПО "Космос" - молодой, ищущий, очень инициативный генподрядчик.
5. Единственный здоровый - пекарь, ищущий лазейку в сплошной линии фронта: домой.
Μετάφραση του &#39ищущий&#39 σε Αγγλικά